- εὑρίσκομεν
- εὑρίσκωfindpres ind act 1st plεὑρίσκωfindimperf ind act 1st plεὑρίσκωfindimperf ind act 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обрѣтати — ОБРѢТА|ТИ (174), Ю, ѤТЬ гл. 1.Находить, отыскивать, обнаруживать: се третиѥѥ лѣто || ѿнѥлѣже прихожю ища плода на нѥи. [на смокве] и не обрѣтаю (οὐχ εὑρίσκω) ΚΕ XII, 224–225; да аще не обрѣтають [мусульмане] воды готовы. да приемлуть [так!]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… … Dictionary of Greek